- χοραγος
- χοραγόςχορᾱγόςὅ дор. = χορηγός См. χορηγος
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χοραγός — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. χορηγός … Dictionary of Greek
χοραγός — χορᾱγός , χορηγός chorus leader masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CORYPHAEUS — Graece, Κορυφαῖος, Aristoteli Chori Princeps, aliter χοραγὸς; cantum incipiebat, quem proxime παραςτάτης sequebatur, sicut hunc τριτοςτάτης. Et quidem Coryphaeus altiore vocis sonô utebatur, quem ceteri mediocri excipiebant atque subsequebantur.… … Hofmann J. Lexicon universale
χορηγός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.), στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (8 τ. χλμ.). * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγός, θηλ. χορηγίς, ίδος, Α 1. (στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος κατέβαλλε την δαπάνη… … Dictionary of Greek